- συναλλακτεύω
- συναλλ-ακτεύω,A gloss on συμβολατεύω, barter, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναλλακτεύω — Μ [συναλλακτής] κάνω ανταλλακτικό εμπόριο … Dictionary of Greek
συναλλακτεύειν — συναλλακτεύω barter pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)